αργυραμοιβικός

αργυραμοιβικός
ἀργυραμοιβικός, -ή, -όν (Α) [αργυραμοιβός]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αργυραμοιβό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀργυραμοιβική — ἀργυραμοιβικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργυραμοιβικήν — ἀργυραμοιβικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργυραμοιβικῶς — ἀργυραμοιβικός of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”